οξαμίδιο

οξαμίδιο
το
χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο τού οξαλικού οξέος, που παρασκευάζεται με αφυδάτωση τού οξαλικού αμμωνίου ή με επίδραση αμμωνίας σε έναν εστέρα τού οξαλικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxamide (< οξ-, συντετμημένος τ. τού οξαλ(ο)-* + γαλλ. amide «αμμωνία»). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”